- παταγεῖς
- παταγέωclatterpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παταγώ — έω, Α [πάταγος] 1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.) 2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῡ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω 4. κάνω κάτι … Dictionary of Greek